Η Κακοποίηση ως Φραγμός στην Επαγγελματική Ζωή των Γυναικών
Με βάση τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization, 2014) το 35% των γυναικών, δηλαδή περισσότερες από μία στις τρεις γυναίκες, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών αφορά σε κακοποίηση από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο και μάλιστα, ένα ποσοστό της τάξης του 38% των γυναικών που δολοφονήθηκαν, δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους τους. Οι αριθμοί αυτοί πιθανόν σε κάποιους να μοιάζουν υπερβολικοί, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι αυξάνεται συνεχώς η ενημέρωση για τέτοιου είδους θέματα, δυστυχώς παρατηρείται αύξηση του φαινομένου.
Η βία κατά των γυναικών αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε κάθε περίπτωση εμπόδιο στην ανάπτυξη της ισότητας. Ορίστηκε από την 4η Παγκόσμια Διάσκεψη Γυναικών το 1995 ως: «κάθε πράξη βίας που στηρίζεται στο φύλο και έχει ως αποτέλεσμα ή είναι δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα, την σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας είτε αυτό προκύπτει στην δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή». Μπορεί να λάβει χώρα τόσο μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (ενδοοικογενειακή βία), όσο και μέσα στην κοινωνία γενικά με τη μορφή βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης, σωματεμπορίας και καταναγκαστικής πορνείας (World Conference on Women & United Nations, 1996).
Αναμφίβολα οι επιπτώσεις που φέρει η κακοποίηση στη ζωή του θύματος είναι σοβαρότατες, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Ωστόσο, για τις γυναίκες που υφίστανται κακοποίηση μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, ένα σταθερό εισόδημα, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική ασφάλεια που προσφέρει ο χώρος εργασίας, μπορεί να αποδειχθεί λυτρωτικό. Με βάση μία έρευνα των Strube και Barbour (1983), η οποία μπορεί να πραγματοποιήθηκε πολλά χρόνια πριν, τα αποτελέσματα της όμως είναι διαχρονικά, αποδείχθηκε ότι η οικονομική εξάρτηση των γυναικών αυτών από τους βίαιους συζύγους/συντρόφους τους αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην απόφασή τους να παραμείνουν ή να εγκαταλείψουν μία κακοποιητική σχέση.
Έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης αυτής, οι θύτες σε μεγάλο ποσοστό συνηθίζουν να χρησιμοποιούν συγκεκριμένες τακτικές έναντι των θυμάτων, με σκοπό να αποτρέψουν την πρόσβαση τους στην εκπαίδευση και την άσκηση επαγγέλματος, ώστε να ελαχιστοποιήσουν με τον τρόπο αυτό τις πιθανότητες ανεξαρτητοποίησης, οι οποίες αυξάνονται με την οικονομική ανεξαρτησία. Προσπαθούν, δηλαδή, να περιορίσουν το εισόδημα των θυμάτων ή δεν τους επιτρέπουν να έχουν πρόσβαση στο οικογενειακό ταμείο και φυσικά, προσπαθούν πάση θυσία να τις εμποδίσουν, όχι τόσο να βρουν όσο να διατηρήσουν μία δουλειά. Πολλές φορές, μάλιστα, χρησιμοποιούν ακραίους τρόπους για να «σαμποτάρουν» την επαγγελματική τους ζωή. Μπορεί να τις εμποδίζουν να πάνε στη δουλειά τους, βρίσκοντας τρόπους να τις κρατάνε σπίτι, με το να κρύβουν για παράδειγμα τα ρούχα ή τα κλειδιά του αυτοκινήτου, με το να αρνούνται να κρατήσουν τα παιδιά ή και με το να τις χτυπάνε λίγο πριν φύγουν. Ακόμη, μπορεί να τους τηλεφωνούν δεκάδες φορές τις ώρες που δουλεύουν ή να τις επισκέπτονται στο χώρο εργασίας, χωρίς να υπάρχει κάποιος σημαντικός λόγος, έχοντας ως πρόθεση να τις αποσπάσουν από τα καθήκοντά τους, να τους προκαλέσουν κάποια αναστάτωση και να μειώσουν έτσι την αποδοτικότητά τους. Οι παραπάνω τακτικές μπορεί να ακούγονται υπερβολικές και τραβηγμένες, δυστυχώς όμως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και φυσικά έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες που τις αποδεικνύουν. Σε γενικές γραμμές πάντως, η μείωση των ωρών εργασίας και η μειωμένη αποδοτικότητα εξαιτίας αυτών είναι αναπόφευκτα φαινόμενα (Showalter, 2016. Swanberg και συν., 2005).
Γίνεται, επομένως, σαφές ότι γυναίκες που υφίστανται ενδοοικογενειακή κακοποίηση είναι πολύ πιθανό να βιώνουν παράλληλα και μία αστάθεια στην επαγγελματική τους πορεία, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Κάτι τέτοιο αυτόματα μεταφέρει την κακοποίηση που λαμβάνει χώρα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον στα πλαίσια του εργασιακού χώρου. Επομένως, για να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο πρόβλημα, η λήψη κάποιων στρατηγικών στους χώρους εργασίας σίγουρα θα ήταν χρήσιμη. Για παράδειγμα, ένας αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης θα ήταν να αυξηθεί η ενημέρωση των εργαζομένων σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία. Με τον τρόπο αυτό θα είναι περισσότερο ικανοί να αναγνωρίζουν τέτοιου είδους περιστατικά, αλλά και θα δίνεται η δυνατότητα στα κακοποιημένα άτομα να αναζητήσουν υποστήριξη στο εργασιακό τους περιβάλλον, ενώ παράλληλα θα μειώνεται η στιγματοποίησή τους.
Η ενδοοικογενειακή κακοποίηση των γυναικών είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει η κοινωνία στις μέρες μας και φυσικά επηρεάζει όλους τους τομείς της ζωής των θυμάτων. Καθώς όμως, όπως φαίνεται, υπάρχουν διέξοδοι, με τη σωστή ενημέρωση και με την αναζήτηση υποστήριξης από τα κατάλληλα άτομα το φαινόμενο αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Βιβλιογραφία
- Showalter, K. (2016). Women’s employment and domestic violence: a review of the literature. Aggression and violent behavior, 31, 37-47.
- Strube, M. J., & Barbour, L. S. (1983). The decision to leave an abusive relationship: Economic dependence and psychological commitment. Journal of Marriage and the Family, 785-793.
- Swanberg, J. E., Logan, T. K., & Macke, C. (2005). Intimate partner violence, employment, and the workplace consequences and future directions. Trauma, Violence, & Abuse, 6(4), 286-312.
- World Conference on Women, & United Nations. (1996). Report of the Fourth World Conference on Women: Beijing, 4-15 September 1995. New York: United Nations.
- World Health Organization. (2014). Violence against women: intimate partner and sexual violence against women: intimate partner and sexual violence have serious short-and long- term physical, mental and sexual and reproductive health problems for survivors: fact sheet. Geneva: Switzerland.